Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Ο Pat Sullivan και ο διάσημος γάτος του

Από τα πρώτα κινούμενα σχέδια που με νοσταλγία έρχονται στην μνήμη μου που έδειχνε η ΕΡΤ ή η ΥΕΝΕΔ κατά τα τέλη της δεκαετίας '70 - αρχές δεκαετίας του '80, είναι αυτά του Φέλιξ του γάτου. Αν θυμάμαι καλά, ήταν τα νεώτερα, σχετικά, της σειρά, χωρίς να παίρνω και όρκο όμως ότι δεν προβάλλονταν και τα παλιότερα.

Ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από τον Φέλιξ, ήταν ο Πατ Σάλλιβαν.
Ο Πατ γεννήθηκε στις εργατικές συνοικίες του Σύδνεϋ στα 1886, ως Patrick O'Sullivan. Αφού πήγε σε διάφορα σχολεία και ολοκλήρωσε την βασική του εκπαίδευση, σπούδασε τέχνη στην Art Society παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα, αφού τα πρωινά εργαζόταν σαν θυροφύλακας σε ζυθοποιείο.
Μετά την αποφοίτησή του έβγαζε από εδώ κι από εκεί χρήματα σκιτσάροντας καρικατούρες, πορτραίτα ανθρώπων, σκίτσα που μοίραζε σε κουρεία, λίγα που έδωσε σε κάποιες εφημερίδες. Στάθηκε λίγο καλύτερα στα πόδια του μετά το 1905, όταν βρήκε μόνιμη δουλειά στην εφημερίδα The Worker (δεν έχω βρει αν πρόκειται για την εφημερίδα που έβγαινε στο Μπρισμπέιν και σχετιζόταν με το αυστραλιανό εργατικό κόμμα ή με άλλη ομότιτλη εφημερίδα αλλού. Πάντως, στο Σύδνεϋ εφημερίδα με τέτοια τιτλοφορία βρήκα ότι βγήκε στα 1913). Λίγο μετά, εργάστηκε ανεξάρτητα.
Στα 1909 άφησε το Ιρλανδικό Ο' από το επίθετό του και πήγε στην Αγγλία (ο ρατσισμός εναντίον των Ιρανδών στην Αγγλία ήταν έντονος και σχετιζόταν μετο ιρλανδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και μετουςΙρλανδούς μετανάστες στην Αγγλα), αλλά δεν είχε πολύ καλύτερη τύχη απ΄αυτή που είχε στην Αυστραλία.

Εκεί, μίλησε η τύχη: μετά από ένα ξέφρενο μεθύσι πάνω σε ένα πλοίο, κοιμήθηκε σε αυτό. Την άλλη μέρα ξύπνησε εν πλω προς τις ΗΠΑ. Έτσι, στα 1910 πήγε στην Νέα Υόρκη. Τα πρώτα του λεφτά βγήκαν το ίδιο δύσκολα όπως και στις άλλες αγγλόφωνες χώρες, ώσπου κάποια στιγμή προσελήφθη στην επιχείρηση τύπου των McClure, όπου έκανε κάποιες σειρές καρτούν, μία εκ των οποίων αργότερα έκανε κινούμενο σχέδιο.
Στα 1915 ο Σάλλιβαν έφτιαξε το δικό του στούντιο. Στα 1917 έβγαλε την πρώτη του ταινία, τις "Ιστορίες του Τόμας Γάτου", στην ουσία μία προαναγγελία του Φέλιξ. Όμως, ο Σάλλιβαν δεν ήταν και τόσο αθώος όσο τα σχέδιά του. Κατηγορήθηκε για βιασμό μίας δεκατετράχρονης και μπήκε 9 μήνες φυλακή. Η φήμη που απέκτησε από την ταινία του εξανεμίστηκε γρήγορα μετά από αυτό το περιστατικό. Μετά την αποφυλάκισή του όμως, παντρεμένο τώρα με μία γυναίκα που γνώρισε σε καμπαρέ, άρχισε την πιό συστηματική ενασχόληση με το κινούμενο σχέδιο.
Πρωταγωνιστής ήταν πάλι ο Τόμας, αλλά μετά την τέταρτη ταινία, ο Τόμας "βαφτίστηκε" Φέλιξ. Ο Φέλιξ, ήταν ο πρώτος εξανθρωπισμένος χαρακτήρας ζώου στην ιστορία του κινουμένου σχεδίου. Η Paramount που είχε συμβόλαιο με το Σάλλιβαν το έσπασε, καθώς ο τελευταίος είχε σωρό προβλήματα συμπεριφοράς. Βρήκε, όμως, διανομή στις ΗΠΑ μέσω της Margaret Winkler, η οποία αργότερα ανέλαβε και τον Ντίσνεϋ στα πρώτα του βήματα. Γρήγορα, οι περισσότερες αίθουσες των Ηνωμένων Πολιτειών έπαιζαν τα δημιουργήματα του Πατ.
Ο Φέλιξ ήταν και η πρώτη εμπορική φίρμα από τα κινούμενα σχέδια. Έδωσε πολλά χρήματα στον Σάλιββαν μέσα από την εκμετάλλευση της εικόνας του. Άργησε μεν να κάνει την πρώτη ταινία του με ήχο (αυτό έγινε στα 1928), αλλά ήταν το πρώτο κινούμενο σχέδιο που μεταδόθηκε, πειραματικά έστω, από την τηλεόραση.

Η γυναίκα του σκοτώθηκε στα 1932 και ο ίδιος φαίνεται ότι δεν άντεξε - παράδοξο θα έλεγε κανείς για τον χαρακτήρα του, αλλά ίσως μόνο αυτή τον κρατούσε στα συγκαλά του - και πέθανε στα 1933. Υπέφερε από σύφιλη, αλκοολισμό "φυσικά" και με διανοητικά προβλήματα.
Η μορφή που έμεινε κλασσικά στην μνήμη όλων μας - και στην δική μου - ως ο Φέλιξ, είναι επί της ουσίας κλεμμένη από τον χαρακτήρα του Σάλλιβαν.


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Ο κύριος Winsor McCay

Ο Γουίνσορ Μακ Κέϋ γεννήθηκε ως Ζήνας Γουίνσορ Μακ Κέϋ στα 1869 και πέθανε στα 1934. Πάντως, το έτος γεννήσεώς του είναι ένα μυστήριο, καθώς υπάρχουν διάφορες προτάσεις (1871, 1869,1867), το ίδιο δε περίπλοκο είναι το ζήτημα του τόπου γεννήσεώς του. Το όνομα Zenas Winsor το "όφειλε" στο ονοματεπώνυμο του εργοδότη του πατέρα του...

Από πιτσιρικάς άρχισε τα σκαριφήματα, ενώ σκιτσάρισε και το ναυάγιο του πλοίου "Αλπίνα" που εκτελούσε δρομολόγιο στην περιοχή όπου έμενε ο "Winnie", αφήνοντας στον βυθό 100 ανθρώπους.
Οι γονείς του τον έστειλαν στην Υψηλάντη του Μίσιγκαν στα 1886 σε κολλέγιο για να γίνει επιχειρηματίας. Στο διάστημα της εκεί παραμονής του έκανε τα μοναδικά σε όλη τη ζωή του μαθήματα τέχνης, τα οποία αξιοποίηση αργότερα.
Στα 1889 μετακόμισε στο Σικάγο, θέλοντας να σπουδάσει τέχνη, αλλά η οικονομική ανέχεια τον οδήγησε να αναζητήσει δουλειά αντί να σπουδάσει. Εργάστηκε τότε σε μία εταιρεία τυπογραφική και λίγο αργότερα έφυγε για το Οχάιο όπου εργάστηκε στον φίλο μας τον Kohl και στον Middleton, ερχόμενος σε ουσιαστική επαφή με το αντικείμενο που ήθελε.
Στα 1903 παρουσίασε την πρώτη του σημαντική δουλειά σε σκίτσο, τις "Tales of the Jungle Imps by Felix Fiddle", σε μία εφημερίδα του Σινσινάτι. Μέσα από αυτή την εργασία γεννήθηκε και ο πιο γνωστός του χαρακτήρας, ο Μικρός Νέμο, τα οποία απέδωσε με μία ονειρική ατμόσφαιρα. Την ίδια περίοδο άρχισε και τα πρώτα του κινούμενα σχέδια, τα οπία σχεδίαζε εν πολλοίς ο ίδιος, με λίγη συνδρομή από τους βοηθούς του. Μάλιστα, με κάποιες από αυτές τις ταινίες έβγαινε περιοδείες σε θέατρα, στις οποίες εφάρμοζε ένα τρικ: είχε διαμορφώσει έτσι τις ταινίες, την πλοκή, τα καρέ, ώστε να έρχεται σε διαδραστική "επαφή" μαζί τους (δες επίπ παραδείγματι το παρακάτω βιντεάκι, με την Γκέρτι, την Δεινοσαυρίνα)
Το συγκεκριμένο θεωρείται ως το πρώτο κινούμενο σχέδιο με χαρακτήρα που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για ένα τέτοιου είδους φιλμ, ενώ παράλληλα ήταν η μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία του Μακ Κέϋ. Γενικά, ο Μακ Κέϋ δούλευε πολύ στην λεπτομέρεια του σκίτσου και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και οι ταινίες του να μην είναι "στακάτες" αλλά να φαίνεται πως κινούνται τα αντικείμενα και οι ήρωες διαρκώς. Δείτε και ένα άλλο παράδειγμα, με την ταινία "How a mosquito operates":
(προσπαθήστε να μετακινήσετε με τον κέρσορά σας τα καρέ της τελευταίας σκηνής, όπου "σκάει" το κουνούπι, για να δείτε ότι ο Μακ Κέϋ δούλεψε ακόμα και αυτές τις σκηνές προσεκτικά).
Εκί όπου η τέχνη του φτάνει στο αποκορύφωμα - κατά την προσωπική μου άποψη - είναι στην ταινία του "The sinking of Lusitania", που αναφέρεται στην βύθιση του βρεττανικού πλοίου Λουζιτάνια κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ταινία διαρκεί σχεδόν το ίδιο με τον πραγματικό χρόνο βύθισης του πλοίου, βύθιση που αποδίδεται πολύ ρεαλιστικά (πάντα, προσωπική μου άποψη).
Η ταινία λειτουργούσε και προπαγανδιστικά υπέρ της ένταξης των ΗΠΑ στον πόλεμο, κάτι που και ο δημιουργός υποστήριξε με διάφορους τρόπους.
Σήμερα, είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν πως ο Μακ Κέϋ είναι ο πατέρας του κινουμένου σχεδίου (καταλαβαίνετε ότι οι μνηστήρες είναι αρκετοί...).
Λέγεται ότι, όταν ο Γουόλτ Ντίσνεϋ άνοιξε την Disneyland, περιηγήθηκε τον γιο του Γουίνσορ, τον Μπομπ και ο Γουόλτ, αναγνωρίζοντας την συνεισφορά του πατέρα του Μπομπ, είπε στον γιο πως εκείνο το έργο - η Disneyland - θα έπρεπε να ανήκει στον Γουίνσορ. Στις ημέρες μας, το μεγαλύτερο βραβείο animation στις ΗΠΑ (μετά τα Oscar;) φέρει το όνομά του.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Ολίγα για τον Emile Cohl

Ο Εμίλ Κολ γεννήθηκε στο Παρίσι στα 1857 και εκεί και πέθανε, στα 1938. Θεωρείται από πολλούς ο πατέρας του κινουμένου σχεδίου.
Η πολιτική γελοιογραφία ήταν ένα επάγγελμα που στα χρόνια της παλινόρθωσης της μοναρχίας ήτα ουσιαστικά απαγορευμένο. Από το ξέσπασμα της Κομμούνας και έπειτα, το επάγγελμα γνώρισε νέα άνθιση, όπως και το λαϊκό δράμα δρόμου με τις μαριονέτες (ιδίως ο χαρακτήρας του Fantoche - "Μαριονέτα") - το αντίστοιχο του δικού μας Καραγκιόζη πολιτιστικά και πολιτισμικά - και αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν το έναυσμα για τον νεαρό ακόμα τότε Εμίλ να ασχοληθεί με το σκίτσο. Δεν είναι τυχαίο ότι "ανδρώθηκε" καλλιτεχνικά πλάι στον Andre Gill, ο οποίος είχε γίνει γνωστός για τα σκίτσα κριτικής του έναντι του Ναπολέοντα Γ'. Πήρε πολλά στοιχεία από αυτόν στο σχέδιό του.
Ο Εμίλ άσκησε ιδιαίτερα κριτική στον Θιέρσο και φυλακίστηκε για αυτό στα 1879. Από την άλλη, αυτό το γεγονός τον έκανε διάσημο. Ουδέν κακόν αμιγές καλού δηλαδή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 - κάπου στα 1882-3 - μπήκε στην καλλιτεχνική ομάδα των "Ασυνάρτητων", ένα ρεύμα που ερχόταν ως αντίδραση στην καθεστηκυία καλλιτεχνική τάξη της Γαλλίας εκείνης της εποχής. Ακολουθούσαν το παιδικό ύφος ζωγραφικής. Όταν πέθανε ο μέντοράς του, ο Gill, την Πρωτομαγιά του 1885, το χτύπημα για τον Κολ ήταν ισχυρό. Απομακρύνθηκε σταδιακά από το πολιτικό σκίτσο και μετακινήθηκε προς το γενικό χιουμοριστικό.
Στα 1907 ο Εμίλ έρχεται σε μία πρώτη επαφή με το κινούμενο σχέδιο, πιάνοντας δουλειά στο στούντιο "Gaumont". Ολοκλήρωσε την "Φαντασμαγορία" του στα 1908.
Χρησιμοποίησε το εφέ της "κιμωλίας" (δηλαδή: εργάστηκε με μαύρο σχέδιο πάνω σε χαρτί, αλλά μετά εμφάνισε το αρνητικό). Το ίδιο έκανε και στις δύο επόμενες ταινίες του, τον" Εφιάλτη μιας μαριονέτας" και "Το δράμα μιας μαριονέτας".
Αυτό που εντυπωσιάζει στις τρεις αυτές ταινίες δεν είναι τόσο το παιδικό σχέδιο - κληρονομιά του Κολ από τα ριζοσπαστικά του χρόνια (τα οποία περνούσαν σταδιακά στην λήθη)- όσο το διαρκές παιχνίδι με τα αντικείμενα. Ο Richards Williams είπε για την τεχνική αυτή: " Έδωσε στα φανάρια και στα σπίτια ευφυΐα και κίνηση, με συναισθήματα και εκφράσεις δικές τους. Η εργασία του Κολ προετοιμάζει το μετέπειτα ρητό για το κινούμενο σχέδιο: "Μην κάνεις ό,τι μπορεί να κάνει η κάμερα. Κάνε ό,τι δεν μπορεί να κάνει η κάμερα".
Στα 1910 ο Κολ έκανε ακόμα κάποιες ταινίες, οι οποίες τον έκαναν διάσημο κυρίως στις ΗΠΑ και στο αγγλόφωνο εν γένει κοινό. Όμως, μία σειρά ατυχιών και λάθος επιλογών - καθώς ήταν καιο εγωιστής - τον οδήγησαν για λίγο στην αφάνεια.
Εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ και άρχισε να εργάζεται - σε ό,τι αφορά το κινούμενο σχέδιο - στην Universal με περισσότερο πια βιομηχανικά κριτήρια (με την έννοια της ταχύτερης ολοκλήρωσης των ταινιών). Η συμβολή του στην απότομη ανάπτυξη του animation είναι δεδομένη. Όχι μόνο αυτό, αλλά και αρκετοί άλλοι καλλιτέχνες έκλεψαν ιδέες ή και χαρακτήρες του. Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνεργάστηκε με γαλλικές εταιρείες, προσφέρθηκε εθελοντής στις ΗΠΑ για να συμμετέχει στον πόλεμο από όποιο πόστο μπορούσε να προσφέρει, αλλά μετά το τέλος του πολέμου κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το έργο του ή για τις υπηρεσίες του.